μάνατζμεντ

μάνατζμεντ
το
άκλ. (λ. αγγλ.), η διοίκηση του προσωπικού μιας επιχείρησης και η μεθοδολογία της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάνατζμεντ — το η τεχνική τής διοίκησης, διεύθυνσης και οργάνωσης επιχειρήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. management (βλ. και μάνατζερ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”